- ιππονομή
- η воен, корм для лошадей, фураж; суточный рацион для лошадей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιππονομή — η στρ. 1. η ανά εικοσιτετράωρο μερίδα τροφής που παρέχεται στα κτήνη τού στρατού 2. το σύνολο τών τροφών που αγοράζονται για τους ίππους τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νομή (< νέμω)] … Dictionary of Greek
Ἱππονόμης — Ἱππονόμη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hipponome — HIPPONŎME, es, Gr. Ἱππονόμη, ης, (⇒ Tab. XXI.) des Menöceus Tochter, mit welcher Alcäus den Amphitryo und die Anaxo zeugete. Apollod. l. II. c. 4. §. 4 … Gründliches mythologisches Lexikon